- μπακάλικο
- τοκατάστημα τού μπακάλη, παντοπωλείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπακάλικο — το το παντοπωλείο: Δουλεύει στο μπακάλικο ενός θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακάλαινα — η [μπακάλης] 1. γυναίκα που έχει μπακάλικο 2. σύζυγος μπακάλη … Dictionary of Greek
μπακάλικος — η, ο, θηλ. και ια [μπακάλης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική 2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα») β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός,… … Dictionary of Greek
μπακαλάκι — το 1. ιδιοκτήτης μικρού μπακάλικου 2. μικρό μπακάλικο … Dictionary of Greek
χοντρομπακάλης — ο, Ν αυτός που έχει μεγάλο μπακάλικο στο οποίο κάνει και χονδρική πώληση … Dictionary of Greek
Μπέρνχαρντ, Τόμας — (Thomas Bernhard, Χέερλεν Ολλανδίας 1931 – 1989). Αυστριακός λογοτέχνης. Σε ηλικία 12 ετών έγινε τρόφιμος οικοτροφείου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μπακάλικο (1947 49), αρρώστησε όμως από φυματίωση… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
εδωδιμοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται εδώδιμα (βλ. λ.), παντοπωλείο, μπακάλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντοπωλείο — το το μπακάλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)